ἀλεξιφάρμακος

ἀλεξιφάρμακος
ἀλεξι-φάρμᾰκος,
A acting as antidote, μανίης against it, Hp.Ep. 10.
II ἀλεξιφάρμακον, τό, antidote, Thphr.HP9.15.7; Ἀλεξιφάρμακα, title of poem by Nic.
2 charm, spell,

Ἐφέσια τοῖς γαμοῦσιν . . γέγων ἀ. Men.371

.
3 generally, remedy, τινός against a thing, Pl.Lg.957d, cf. Muson.Fr.17p.91H.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλεξιφάρμακος — ἀλεξιφάρμακος, ον (Α) 1. αυτός που ενεργεί ως αντίδοτο, που εξουδετερώνει το δηλητήριο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλεξιφάρμακον α) αντιφάρμακο, αντίδοτο β) μαγικό φίλτρο, φυλαχτό γ) γιατριά, θεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + φάρμακον] …   Dictionary of Greek

  • ἀλεξιφάρμακος — acting as antidote neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιφαρμάκους — ἀλεξιφάρμακος acting as antidote neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”